δασκαλοπαίδι

δασκαλοπαίδι
το
1. το παιδί τού δασκάλου
2. το πνευματικό παιδί τού δασκάλου, ο μαθητής κάποιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δασκαλοπαίδι — το 1. παιδί του δασκάλου. 2. μαθητής του σχολείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… …   Dictionary of Greek

  • δασκαλόπουλο — το 1. το δασκαλοπαίδι 2. (σκωπτικά) ο νεαρός ή μικρόσωμος δάσκαλος 3. παροιμ. «δασκαλόπουλα, δαιμονόπουλα» τα μικρά παιδιά είναι ζωηρά και άτακτα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”